- νῶροψ
- νῶροψflashingmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο … Dictionary of Greek
ήνοψ — ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fήν οψ, με ανερμήνευτο το *Fηv . Η κατάληξη οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα:… … Dictionary of Greek
νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει … Dictionary of Greek
νώροπα — νώ̱ροπα , νῶροψ flashing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώροπες — νώ̱ροπες , νῶροψ flashing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώροπι — νώ̱ροπι , νῶροψ flashing masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώροπος — νώ̱ροπος , νῶροψ flashing masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) — ner 1(t) , aner (ǝner ?) English meaning: vital energy; man Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann” Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… … Proto-Indo-European etymological dictionary